- ὀκτάρριζος
- ὀκτά-ρριζος, ον,A with eight roots, ὀκτάρριζα μετώπων φράγματα, of a stag'shorns, with eight points, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάρριζος — ὀκτάρριζος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα τής ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά ρριζος] … Dictionary of Greek
ὀκτάρριζα — ὀκτάρριζος with eight roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek